Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
ἀσφαλτίζω
ἀσφάλτιον
View word page
ἀσφάλειος
securer

ShortDef

securer

Debugging

Headword:
ἀσφάλειος
Headword (normalized):
ἀσφάλειος
Headword (normalized/stripped):
ασφαλειος
IDX:
14709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14710
Key:

Data

{'content': 'securer'}