Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
ἀσφαλτίας
View word page
ἀσφάλαξ
a mole

ShortDef

a mole

Debugging

Headword:
ἀσφάλαξ
Headword (normalized):
ἀσφάλαξ
Headword (normalized/stripped):
ασφαλαξ
IDX:
14707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14708
Key:

Data

{'content': 'a mole'}