Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
ἀσφαλός
View word page
ἄσφακτος
unslaughtered

ShortDef

unslaughtered

Debugging

Headword:
ἄσφακτος
Headword (normalized):
ἄσφακτος
Headword (normalized/stripped):
ασφακτος
IDX:
14706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14707
Key:

Data

{'content': 'unslaughtered'}