Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
Ἀσφαλίων
View word page
ἀσφακέλιστος
not gangrened
ShortDef
not gangrened
Debugging
Headword:
ἀσφακέλιστος
Headword (normalized):
ἀσφακέλιστος
Headword (normalized/stripped):
ασφακελιστος
IDX:
14705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14706
Key:
Data
{'content': 'not gangrened'}