Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυρής
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
ἀσφάλισμα
ἀσφαλιστός
View word page
ἀσφάδαστος
without convulsion

ShortDef

without convulsion

Debugging

Headword:
ἀσφάδαστος
Headword (normalized):
ἀσφάδαστος
Headword (normalized/stripped):
ασφαδαστος
IDX:
14704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14705
Key:

Data

{'content': 'without convulsion'}