Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυντρόχαστος
ἀσυνύπαρκτος
ἀσυρής
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφαλίζω
View word page
ἀσυφηλός
rude

ShortDef

rude

Debugging

Headword:
ἀσυφηλός
Headword (normalized):
ἀσυφηλός
Headword (normalized/stripped):
ασυφηλος
IDX:
14702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14703
Key:

Data

{'content': 'rude'}