Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύντονος
ἀσύντρητος
ἀσύντριπτος
ἀσυντρόχαστος
ἀσυνύπαρκτος
ἀσυρής
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
ἀσφακέλιστος
ἄσφακτος
ἀσφάλαξ
ἀσφάλεια
ἀσφάλειος
View word page
ἀσυστατόω
regard as ἀσύστατος

ShortDef

regard as ἀσύστατος

Debugging

Headword:
ἀσυστατόω
Headword (normalized):
ἀσυστατόω
Headword (normalized/stripped):
ασυστατοω
IDX:
14699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14700
Key:

Data

{'content': 'regard as ἀσύστατος'}