Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἁβροσταγής
ἁβροσύνη
ἁβρόσφυρος
ἀβροτάζω
ἁβρότας
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἀβροτόνινος
ἀβροτονίτης
ἀβρότονον
ἄβροτος
ἀβροχέω
ἀβροχία
View word page
ἁβρόσφυρος
with delicate ankles

ShortDef

with delicate ankles

Debugging

Headword:
ἁβρόσφυρος
Headword (normalized):
ἁβρόσφυρος
Headword (normalized/stripped):
αβροσφυρος
IDX:
146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-147
Key:

Data

{'content': 'with delicate ankles'}