Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυνταξία
ἀσύντατος
ἀσυντέλεστος
ἀσυντελής
ἀσυντήρητος
ἀσύντονος
ἀσύντρητος
ἀσύντριπτος
ἀσυντρόχαστος
ἀσυνύπαρκτος
ἀσυρής
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
ἀσφάδαστος
View word page
ἀσυρής
lewd, filthy

ShortDef

lewd, filthy

Debugging

Headword:
ἀσυρής
Headword (normalized):
ἀσυρής
Headword (normalized/stripped):
ασυρης
IDX:
14694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14695
Key:

Data

{'content': 'lewd, filthy'}