Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύντακτος
ἀσυνταξία
ἀσύντατος
ἀσυντέλεστος
ἀσυντελής
ἀσυντήρητος
ἀσύντονος
ἀσύντρητος
ἀσύντριπτος
ἀσυντρόχαστος
ἀσυνύπαρκτος
ἀσυρής
ἀσύρρηκτος
ἀσυσκεύαστος
ἀσυστασία
ἀσύστατος
ἀσυστατόω
ἀσύστροφος
ἀσύφηλος
ἀσυφηλός
ἀσφαγής
View word page
ἀσυνύπαρκτος
incapable of coexisting

ShortDef

incapable of coexisting

Debugging

Headword:
ἀσυνύπαρκτος
Headword (normalized):
ἀσυνύπαρκτος
Headword (normalized/stripped):
ασυνυπαρκτος
IDX:
14693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14694
Key:

Data

{'content': 'incapable of coexisting'}