Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσυνθετέω
ἀσύνθετος
ἀσύνθηκος
ἀσύννευστος
ἀσυννεφής
ἀσυννόμως
ἀσύννοος
ἀσύνοπτος
ἀσυντακτικός
ἀσύντακτος
ἀσυνταξία
ἀσύντατος
ἀσυντέλεστος
ἀσυντελής
ἀσυντήρητος
ἀσύντονος
ἀσύντρητος
ἀσύντριπτος
ἀσυντρόχαστος
ἀσυνύπαρκτος
ἀσυρής
View word page
ἀσυνταξία
incapacity of entering into construction
ShortDef
incapacity of entering into construction
Debugging
Headword:
ἀσυνταξία
Headword (normalized):
ἀσυνταξία
Headword (normalized/stripped):
ασυνταξια
IDX:
14684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14685
Key:
Data
{'content': 'incapacity of entering into construction'}