Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀερίτης
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
View word page
ἀέρδην
lifting up

ShortDef

lifting up

Debugging

Headword:
ἀέρδην
Headword (normalized):
ἀέρδην
Headword (normalized/stripped):
αερδην
IDX:
1467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1468
Key:

Data

{'content': 'lifting up'}