Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύμφυλος
ἀσύμφυτος
ἀσυμφωνέω
ἀσυμφωνία
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσυναίρετος
ἀσυναίσθητος
ἀσυνακόλουθος
ἀσύνακτος
ἀσυνάλειπτος
ἀσυνάλλακτος
ἀσυναλλαξία
ἀσυνάντητος
ἀσύναπτος
ἀσύναρθρος
ἀσυνάρμοστος
ἀσυνάρτητος
ἀσυνδεξίαστος
ἀσύνδετος
ἀσύνδηλος
View word page
ἀσυνάλειπτος
without synaloephe

ShortDef

without synaloephe

Debugging

Headword:
ἀσυνάλειπτος
Headword (normalized):
ἀσυνάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ασυναλειπτος
IDX:
14647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14648
Key:

Data

{'content': 'without synaloephe'}