Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύμφορος
ἀσυμφυής
ἀσύμφυλος
ἀσύμφυτος
ἀσυμφωνέω
ἀσυμφωνία
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσυναίρετος
ἀσυναίσθητος
ἀσυνακόλουθος
ἀσύνακτος
ἀσυνάλειπτος
ἀσυνάλλακτος
ἀσυναλλαξία
ἀσυνάντητος
ἀσύναπτος
ἀσύναρθρος
ἀσυνάρμοστος
ἀσυνάρτητος
ἀσυνδεξίαστος
View word page
ἀσυνακόλουθος
without attendants

ShortDef

without attendants

Debugging

Headword:
ἀσυνακόλουθος
Headword (normalized):
ἀσυνακόλουθος
Headword (normalized/stripped):
ασυνακολουθος
IDX:
14645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14646
Key:

Data

{'content': 'without attendants'}