Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύμπλοκος
ἀσύμποτος
ἀσύμπτωτος
ἀσυμπώρωτος
ἀσυμφανής
ἀσύμφθαρτος
ἀσύμφορος
ἀσυμφυής
ἀσύμφυλος
ἀσύμφυτος
ἀσυμφωνέω
ἀσυμφωνία
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσυναίρετος
ἀσυναίσθητος
ἀσυνακόλουθος
ἀσύνακτος
ἀσυνάλειπτος
ἀσυνάλλακτος
ἀσυναλλαξία
View word page
ἀσυμφωνέω
to be out of harmony with

ShortDef

to be out of harmony with

Debugging

Headword:
ἀσυμφωνέω
Headword (normalized):
ἀσυμφωνέω
Headword (normalized/stripped):
ασυμφωνεω
IDX:
14639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14640
Key:

Data

{'content': 'to be out of harmony with'}