Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσυμπέραστος
ἀσυμπερίφορος
ἀσύμπλεκτος
ἀσυμπλήρωτος
ἀσύμπλοκος
ἀσύμποτος
ἀσύμπτωτος
ἀσυμπώρωτος
ἀσυμφανής
ἀσύμφθαρτος
ἀσύμφορος
ἀσυμφυής
ἀσύμφυλος
ἀσύμφυτος
ἀσυμφωνέω
ἀσυμφωνία
ἀσύμφωνος
ἀσύμψηφος
ἀσυναίρετος
ἀσυναίσθητος
ἀσυνακόλουθος
View word page
ἀσύμφορος
inconvenient, inexpedient, useless
ShortDef
inconvenient, inexpedient, useless
Debugging
Headword:
ἀσύμφορος
Headword (normalized):
ἀσύμφορος
Headword (normalized/stripped):
ασυμφορος
IDX:
14635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14636
Key:
Data
{'content': 'inconvenient, inexpedient, useless'}