Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύμμικτος
ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπάθεια
ἀσυμπαθής
ἀσυμπέραντος
ἀσυμπέραστος
ἀσυμπερίφορος
ἀσύμπλεκτος
ἀσυμπλήρωτος
ἀσύμπλοκος
ἀσύμποτος
ἀσύμπτωτος
ἀσυμπώρωτος
ἀσυμφανής
ἀσύμφθαρτος
ἀσύμφορος
ἀσυμφυής
ἀσύμφυλος
ἀσύμφυτος
ἀσυμφωνέω
View word page
ἀσύμπλοκος
unconnected, absolute

ShortDef

unconnected, absolute

Debugging

Headword:
ἀσύμπλοκος
Headword (normalized):
ἀσύμπλοκος
Headword (normalized/stripped):
ασυμπλοκος
IDX:
14629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14630
Key:

Data

{'content': 'unconnected, absolute'}