Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄελπτος
ἄεμμα
ἀέναος
ἀεξίβιος
ἀεξίγυιος
ἀεξίκερως
ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
View word page
ἀεξίφυτος
nourishing plants

ShortDef

nourishing plants

Debugging

Headword:
ἀεξίφυτος
Headword (normalized):
ἀεξίφυτος
Headword (normalized/stripped):
αεξιφυτος
IDX:
1461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1462
Key:

Data

{'content': 'nourishing plants'}