Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
ἀσύμβλητος
ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσύμμικτος
ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπάθεια
ἀσυμπαθής
ἀσυμπέραντος
ἀσυμπέραστος
View word page
ἀσύμβολος
not paying one's scot

ShortDef

not paying one's scot

Debugging

Headword:
ἀσύμβολος
Headword (normalized):
ἀσύμβολος
Headword (normalized/stripped):
ασυμβολος
IDX:
14615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14616
Key:

Data

{'content': "not paying one's scot"}