Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
ἀσύμβλητος
ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσύμμικτος
ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπάθεια
ἀσυμπαθής
View word page
ἀσύμβλητος
not to be guessed, unintelligible
ShortDef
not to be guessed, unintelligible
Debugging
Headword:
ἀσύμβλητος
Headword (normalized):
ἀσύμβλητος
Headword (normalized/stripped):
ασυμβλητος
IDX:
14613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14614
Key:
Data
{'content': 'not to be guessed, unintelligible'}