Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσυλεί
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
ἀσύμβλητος
ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσύμμικτος
ἀσυμμνημόνευτος
ἀσυμπαγής
ἀσυμπάθεια
View word page
ἀσυμβίβαστος
not to be brought into union, not to be reconciled
ShortDef
not to be brought into union, not to be reconciled
Debugging
Headword:
ἀσυμβίβαστος
Headword (normalized):
ἀσυμβίβαστος
Headword (normalized/stripped):
ασυμβιβαστος
IDX:
14612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14613
Key:
Data
{'content': 'not to be brought into union, not to be reconciled'}