Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσυλεί
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
ἀσύμβλητος
ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
ἀσυμμετρία
ἀσύμμετρος
ἀσύμμικτος
View word page
ἄσυλος
safe from violence, inviolate
ShortDef
safe from violence, inviolate
Debugging
Headword:
ἄσυλος
Headword (normalized):
ἄσυλος
Headword (normalized/stripped):
ασυλος
IDX:
14609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14610
Key:
Data
{'content': 'safe from violence, inviolate'}