Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀελπτία
ἄελπτος
ἄεμμα
ἀέναος
ἀεξίβιος
ἀεξίγυιος
ἀεξίκερως
ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
ἀερικόν
View word page
ἀεξίφυλλος
nourishing leaves, leafy

ShortDef

nourishing leaves, leafy

Debugging

Headword:
ἀεξίφυλλος
Headword (normalized):
ἀεξίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
αεξιφυλλος
IDX:
1460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1461
Key:

Data

{'content': 'nourishing leaves, leafy'}