Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσυλεί
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
ἀσύμβλητος
ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
ἀσύμμαχος
View word page
ἀσυλληψία
inability to conceive, barrenness
ShortDef
inability to conceive, barrenness
Debugging
Headword:
ἀσυλληψία
Headword (normalized):
ἀσυλληψία
Headword (normalized/stripped):
ασυλληψια
IDX:
14606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14607
Key:
Data
{'content': 'inability to conceive, barrenness'}