Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσυλεί
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
ἀσύμβλητος
ἀσυμβολέω
ἀσύμβολος
View word page
ἀσύλληπτος
not conceiving

ShortDef

not conceiving

Debugging

Headword:
ἀσύλληπτος
Headword (normalized):
ἀσύλληπτος
Headword (normalized/stripped):
ασυλληπτος
IDX:
14605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14606
Key:

Data

{'content': 'not conceiving'}