Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσυλεί
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
ἀσυμβίβαστος
View word page
ἀσυλεί
inviolably
ShortDef
inviolably
Debugging
Headword:
ἀσυλεί
Headword (normalized):
ἀσυλεί
Headword (normalized/stripped):
ασυλει
IDX:
14602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14603
Key:
Data
{'content': 'inviolably'}