Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
ἀσυλαῖος
ἀσυλεί
ἀσύλητος
ἀσυλία
ἀσύλληπτος
ἀσυλληψία
ἀσυλλογιστία
ἀσυλλόγιστος
ἄσυλος
ἀσύμβαμα
ἀσύμβατος
View word page
ἀσυλαῖος
of an asylum
ShortDef
of an asylum
Debugging
Headword:
ἀσυλαῖος
Headword (normalized):
ἀσυλαῖος
Headword (normalized/stripped):
ασυλαιος
IDX:
14601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14602
Key:
Data
{'content': 'of an asylum'}