Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀελπτέω
ἀελπτία
ἄελπτος
ἄεμμα
ἀέναος
ἀεξίβιος
ἀεξίγυιος
ἀεξίκερως
ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρδην
Ἀερία
ἀερίζω
View word page
ἀεξίτροφος
fostering growth

ShortDef

fostering growth

Debugging

Headword:
ἀεξίτροφος
Headword (normalized):
ἀεξίτροφος
Headword (normalized/stripped):
αεξιτροφος
IDX:
1459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1460
Key:

Data

{'content': 'fostering growth'}