Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος
View word page
ἀσυγκόμιστος
not gathered in

ShortDef

not gathered in

Debugging

Headword:
ἀσυγκόμιστος
Headword (normalized):
ἀσυγκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκομιστος
IDX:
14590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14591
Key:

Data

{'content': 'not gathered in'}