Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
ἀσυγχώρητος
ἀσύζευκτος
View word page
ἀσύγκλωστος
not interwoven, disconnected, disjointed

ShortDef

not interwoven, disconnected, disjointed

Debugging

Headword:
ἀσύγκλωστος
Headword (normalized):
ἀσύγκλωστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκλωστος
IDX:
14588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14589
Key:

Data

{'content': 'not interwoven, disconnected, disjointed'}