Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
ἀσύγχυτος
View word page
ἀσύγκλαστος
hard, pitiless

ShortDef

hard, pitiless

Debugging

Headword:
ἀσύγκλαστος
Headword (normalized):
ἀσύγκλαστος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκλαστος
IDX:
14586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14587
Key:

Data

{'content': 'hard, pitiless'}