Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
ἀσύγχριστος
ἀσύγχυμος
View word page
ἀσυγκίνητος
without agitation

ShortDef

without agitation

Debugging

Headword:
ἀσυγκίνητος
Headword (normalized):
ἀσυγκίνητος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκινητος
IDX:
14585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14586
Key:

Data

{'content': 'without agitation'}