Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
ἀσύγκτητος
View word page
ἀσυγκατάθετος
withholding assent

ShortDef

withholding assent

Debugging

Headword:
ἀσυγκατάθετος
Headword (normalized):
ἀσυγκατάθετος
Headword (normalized/stripped):
ασυγκαταθετος
IDX:
14583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14584
Key:

Data

{'content': 'withholding assent'}