Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
ἀσύγκρατος
ἀσύγκριτος
View word page
ἀσυγκαταθετέω
withhold one's assent

ShortDef

withhold one's assent

Debugging

Headword:
ἀσυγκαταθετέω
Headword (normalized):
ἀσυγκαταθετέω
Headword (normalized/stripped):
ασυγκαταθετεω
IDX:
14582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14583
Key:

Data

{'content': "withhold one's assent"}