Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
ἀσύγκλειστος
ἀσύγκλωστος
ἀσυγκόλλητος
ἀσυγκόμιστος
View word page
ἀσύγγραφος
without bond

ShortDef

without bond

Debugging

Headword:
ἀσύγγραφος
Headword (normalized):
ἀσύγγραφος
Headword (normalized/stripped):
ασυγγραφος
IDX:
14580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14581
Key:

Data

{'content': 'without bond'}