Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλαστος
View word page
ἄστυφος
not astringent
ShortDef
not astringent
Debugging
Headword:
ἄστυφος
Headword (normalized):
ἄστυφος
Headword (normalized/stripped):
αστυφος
IDX:
14576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14577
Key:
Data
{'content': 'not astringent'}