Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
ἀσυγκέραστος
View word page
ἀστυφέλικτος
unshaken, undisturbed

ShortDef

unshaken, undisturbed

Debugging

Headword:
ἀστυφέλικτος
Headword (normalized):
ἀστυφέλικτος
Headword (normalized/stripped):
αστυφελικτος
IDX:
14574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14575
Key:

Data

{'content': 'unshaken, undisturbed'}