Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
ἀσυγκατάθετος
View word page
ἀστύτριψ
always living in the city
ShortDef
always living in the city
Debugging
Headword:
ἀστύτριψ
Headword (normalized):
ἀστύτριψ
Headword (normalized/stripped):
αστυτριψ
IDX:
14573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14574
Key:
Data
{'content': 'always living in the city'}