Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
ἀσυγκαταθετέω
View word page
ἄστυτος
impotent
ShortDef
impotent
Debugging
Headword:
ἄστυτος
Headword (normalized):
ἄστυτος
Headword (normalized/stripped):
αστυτος
IDX:
14572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14573
Key:
Data
{'content': 'impotent'}