Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
ἀσυγγνώμων
ἀσύγγνωστος
ἀσύγγραφος
ἀσυγγύμναστος
View word page
ἀστυτίς
lettuce

ShortDef

lettuce

Debugging

Headword:
ἀστυτίς
Headword (normalized):
ἀστυτίς
Headword (normalized/stripped):
αστυτις
IDX:
14571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14572
Key:

Data

{'content': 'lettuce'}