Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀελλώ
ἀελλώδης
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀελπτία
ἄελπτος
ἄεμμα
ἀέναος
ἀεξίβιος
ἀεξίγυιος
ἀεξίκερως
ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργίη
ἀεργός
View word page
ἀεξίκερως
growing horns

ShortDef

growing horns

Debugging

Headword:
ἀεξίκερως
Headword (normalized):
ἀεξίκερως
Headword (normalized/stripped):
αεξικερως
IDX:
1456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1457
Key:

Data

{'content': 'growing horns'}