Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
ἀστυφέλικτος
ἀστύφελος
ἄστυφος
ἀσυγγενής
View word page
Ἀστύπυλος
Astypylus

ShortDef

Astypylus

Debugging

Headword:
Ἀστύπυλος
Headword (normalized):
ἀστύπυλος
Headword (normalized/stripped):
αστυπυλος
IDX:
14567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14568
Key:

Data

{'content': 'Astypylus'}