Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
ἀστύτριψ
View word page
Ἀστύοχος
Astyochus

ShortDef

Astyochus

Debugging

Headword:
Ἀστύοχος
Headword (normalized):
ἀστύοχος
Headword (normalized/stripped):
αστυοχος
IDX:
14563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14564
Key:

Data

{'content': 'Astyochus'}