Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
ἄστυτος
View word page
Ἀστυόχη
Astyoche

ShortDef

Astyoche

Debugging

Headword:
Ἀστυόχη
Headword (normalized):
ἀστυόχη
Headword (normalized/stripped):
αστυοχη
IDX:
14562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14563
Key:

Data

{'content': 'Astyoche'}