Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
ἀστυτίς
View word page
Ἀστυόχεια
Astyochia

ShortDef

Astyochia

Debugging

Headword:
Ἀστυόχεια
Headword (normalized):
ἀστυόχεια
Headword (normalized/stripped):
αστυοχεια
IDX:
14561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14562
Key:

Data

{'content': 'Astyochia'}