Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
ἀστυσία
View word page
ἀστύξενοι
those who have no house in the city

ShortDef

those who have no house in the city

Debugging

Headword:
ἀστύξενοι
Headword (normalized):
ἀστύξενοι
Headword (normalized/stripped):
αστυξενοι
IDX:
14560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14561
Key:

Data

{'content': 'those who have no house in the city'}