Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
Ἀστυρηνός
View word page
Ἀστύνοος
Astynous
ShortDef
Astynous
Debugging
Headword:
Ἀστύνοος
Headword (normalized):
ἀστύνοος
Headword (normalized/stripped):
αστυνοος
IDX:
14559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14560
Key:
Data
{'content': 'Astynous'}