Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
ἀστυπολέω
ἀστυπολία
Ἀστύπυλος
Ἄστυρα
View word page
ἀστυνόμος
protecting the city

ShortDef

protecting the city

Debugging

Headword:
ἀστυνόμος
Headword (normalized):
ἀστυνόμος
Headword (normalized/stripped):
αστυνομος
IDX:
14558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14559
Key:

Data

{'content': 'protecting the city'}