Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
Ἀστυόχη
Ἀστύοχος
ἀστυόχος
View word page
ἀστυνομία
the office of ἀστυνόμος, official in charge of public safety
ShortDef
the office of ἀστυνόμος, official in charge of public safety
Debugging
Headword:
ἀστυνομία
Headword (normalized):
ἀστυνομία
Headword (normalized/stripped):
αστυνομια
IDX:
14554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14555
Key:
Data
{'content': 'the office of ἀστυνόμος, official in charge of public safety'}