Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστύαρχος
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτνιάω
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
ἀστύξενοι
Ἀστυόχεια
View word page
ἄστυλος
without pillar
ShortDef
without pillar
Debugging
Headword:
ἄστυλος
Headword (normalized):
ἄστυλος
Headword (normalized/stripped):
αστυλος
IDX:
14551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14552
Key:
Data
{'content': 'without pillar'}